002
Με πήρε τηλέφωνο. Η φωνή της ήταν αλλοιωμένη από την καύλα. Μου είπε ότι σε λίγο θα έφευγε από το σπίτι και ότι είχε μόνο δέκα λεπτά στη διάθεση της προτού να πάρει την μικρή της κόρη απ’ τον βρεφονηπιακό σταθμό. Μου ζήτησε να τραβήξουμε μια γρήγορη μαλακία μαζί.
— «Εγώ μαλακίζομαι ήδη, βγάλε την έξω κι εσύ. Έλα να χύσουμε μαζί, θέλω να σε ακούσω να βογκάς καθώς την παίζεις για πάρτη μου».
— «Κλείσε και θα σε πάρω σε δύο λεπτά», της είπα. Έφυγα από το σπίτι λέγοντας στη γυναίκα μου ότι πετάγομαι μέχρι το περίπτερο. Έστριψα στο επόμενο ερημικό τετράγωνο και μπήκα στο παρκαρισμένο αυτοκίνητό μου. Την κάλεσα.
— «Έλα».
— «Έλα καύλα μου, που είσαι; Γιατί έκλεισες απότομα το τηλέφωνο;»
— «Ήμουν στο σπίτι, δεν μπορούσα να σου μιλήσω, στο σαλόνι είναι η γυναίκα μου. Βγήκα έξω».
— «Εγώ δεν αντέχω, μαλακίζομαι και ααχ, κοντεύω. Το μουνί μου είναι πλημμυρισμένο, δεν ακούς; Αφού δεν μπορείς να παίξεις μαζί μου, θα τελειώσω πάλι μόνη».
— «Μπορώ», της είπα, ανοίγοντας αγχωμένος το φερμουάρ. «Έχω βγάλει την ψωλή μου έξω βρομοκαριόλα και στάζει κατακαυλωμένη».
— «Έτσι θέλω, να ψωλοβροντάς για πάρτη μου και να με βρίζεις. Βρίσε με χυδαία ψωλαρά μου για να χύσω».
Με το άλλο χέρι άνοιξα το ντουλαπάκι του συνοδηγού και τράβηξα μερικά χαρτομάντιλα. Τα ακούμπησα πάνω στα φουσκωμένα αρχίδια μου κι άρχισα να παίζω ξέφρενα το καυλί μου.
— «Με έχεις τρελάνει γαμημένη παλιοπουτάνα. Μαλακίζεσαι πάλι στο καναπέ σου με τα πόδια ορθάνοιχτα, καριόλα;»
— «Ναι, αχ, αχ ναι. Σου είπα δεν αντέχω, αχ, αααχ, θέλω να αδειάσω».
— «Τι θα ’θελες τώρα τσούλα; Πες μου τι φαντασιώνεις;»
— «Μου τον χώνεις μέχρι τον πάτο, με σκίζεις, αααχ, αααχ, με ξεσκίζεις και με χαστουκίζεις εδώ, πάνω στον καναπέ. Τα αρχίδια σου, ααααχ, χτυπάνε στην κωλότρυπά μου. Με καρφώνεις με τη ψωλάρα σου και τα πρησμένα αρχίδια σου, αχ, ααχ, κολλάνε απ’ τα υγρά μου αχ, και ααχ, αααχ, αααααχ, με πνιγείς, με στραγγαλίζεις με τη ζώνη σου. Την έχεις περασμένη στον λαιμό μου και τη σφίγγεις όλο και πιο δυνατά μέχρι που, ααααχ, αχ, αχ, ααααχ, μου κόβετε η ανάσα».
— «Χαλαρώνω το σφίξιμο για να μη χύσεις. Σε γαμώ πιο γρήγορα τώρα για να ξαλαφρώσω στον χυσοντενεκέ μου. Αυτό είσαι πουταναριό, ο χυσοντενεκές μου».
— «Αααχ ναι, αχ, αααχ, ναι, ναι, αυτό είμαι. Ναι, αααααχ, ο χυσοντενεκές σου είμαι, η τρύπα σου για τις ξαλάφρες σου, η καριόλα σου για να ξεθυμαίνεις, η πουτάνα σου, το τσουλί σου. Αυτό είμαι παλιοπούστη. Έλα, βρίσε με, βρίσε με κι άλλο καριόλη, φτάνω».
— «Έτσι μωρή πουτάνα, παρακάλα με. Έτσι ξεφτιλισμένη μαμάκα, παρακάλα, παρακάλα για πούτσο και ξύλο, ψωλαρπάχτρα. Χύσε ξεκωλιασμένη πουτάνα, τσουλάρα, χύσε ξεφτιλισμένο μουνί, άδειασε ψώλα, χύσε για να πας να μαζέψεις την κορούλα τού κερατά τού άντρα σου. Δεν κρατιέμαι άλλο, θα σου τινάξω τα χύσια ξέκωλο, θα αδειάσω τα αρχίδια μου στο λαρύγγι σου σκρόφα. Θα σε πνίξω με μπόλικο παχύ αλμυρό σπέρμα. Αυτό δεν θέλεις; Χύσια και ψωλές. Ψωλάρες να γεμίζουν κάθε σου τρύπα, πηδιόλα».
— «Ααααααχ, Γιώργο, αααχ, δεν, αχ, δεν μπορώ, δεν μπορώ, φτάνω, αααχ, ααα, αα, αααχ, αχ, ααααα χύνω, αχ χύνω, χύνω η καριόλα, χύνωωωω».
Εκείνη τη στιγμή, άρχισαν να εκτοξεύονται ρουκέτες τα χύσια μου από το σκληρό πούτσο μου που πονούσε απ’ την καύλα. Στα χαρτομάντιλα πρόλαβα να ρίξω μόνο την τρίτη και την τέταρτη χύσια. Η πρώτη βρήκε το καντράν του αυτοκινήτου και η δεύτερη πασάλειψε το τιμόνι.
Την άκουγα που βαριανάσαινε. Πήραμε μια ανάσα.
Είπαμε δυο κουβέντες, και αμέσως μετά είπε: «Πω πω, κάηκα, πέρασε η ώρα. Το παιδί! Πρέπει να φύγω».
Κλείσαμε το τηλέφωνο δίνοντας ραντεβού για το πρωί της επόμενης μέρας. Θα βρισκόμασταν 11 με 1:00 στο μπουρδελοξενοδοχείο, όταν ο άντρας της και η γυναίκα μου θα βρίσκονταν στις δουλειές τους.
— «Εγώ μαλακίζομαι ήδη, βγάλε την έξω κι εσύ. Έλα να χύσουμε μαζί, θέλω να σε ακούσω να βογκάς καθώς την παίζεις για πάρτη μου».
— «Κλείσε και θα σε πάρω σε δύο λεπτά», της είπα. Έφυγα από το σπίτι λέγοντας στη γυναίκα μου ότι πετάγομαι μέχρι το περίπτερο. Έστριψα στο επόμενο ερημικό τετράγωνο και μπήκα στο παρκαρισμένο αυτοκίνητό μου. Την κάλεσα.
— «Έλα».
— «Έλα καύλα μου, που είσαι; Γιατί έκλεισες απότομα το τηλέφωνο;»
— «Ήμουν στο σπίτι, δεν μπορούσα να σου μιλήσω, στο σαλόνι είναι η γυναίκα μου. Βγήκα έξω».
— «Εγώ δεν αντέχω, μαλακίζομαι και ααχ, κοντεύω. Το μουνί μου είναι πλημμυρισμένο, δεν ακούς; Αφού δεν μπορείς να παίξεις μαζί μου, θα τελειώσω πάλι μόνη».
— «Μπορώ», της είπα, ανοίγοντας αγχωμένος το φερμουάρ. «Έχω βγάλει την ψωλή μου έξω βρομοκαριόλα και στάζει κατακαυλωμένη».
— «Έτσι θέλω, να ψωλοβροντάς για πάρτη μου και να με βρίζεις. Βρίσε με χυδαία ψωλαρά μου για να χύσω».
Με το άλλο χέρι άνοιξα το ντουλαπάκι του συνοδηγού και τράβηξα μερικά χαρτομάντιλα. Τα ακούμπησα πάνω στα φουσκωμένα αρχίδια μου κι άρχισα να παίζω ξέφρενα το καυλί μου.
— «Με έχεις τρελάνει γαμημένη παλιοπουτάνα. Μαλακίζεσαι πάλι στο καναπέ σου με τα πόδια ορθάνοιχτα, καριόλα;»
— «Ναι, αχ, αχ ναι. Σου είπα δεν αντέχω, αχ, αααχ, θέλω να αδειάσω».
— «Τι θα ’θελες τώρα τσούλα; Πες μου τι φαντασιώνεις;»
— «Μου τον χώνεις μέχρι τον πάτο, με σκίζεις, αααχ, αααχ, με ξεσκίζεις και με χαστουκίζεις εδώ, πάνω στον καναπέ. Τα αρχίδια σου, ααααχ, χτυπάνε στην κωλότρυπά μου. Με καρφώνεις με τη ψωλάρα σου και τα πρησμένα αρχίδια σου, αχ, ααχ, κολλάνε απ’ τα υγρά μου αχ, και ααχ, αααχ, αααααχ, με πνιγείς, με στραγγαλίζεις με τη ζώνη σου. Την έχεις περασμένη στον λαιμό μου και τη σφίγγεις όλο και πιο δυνατά μέχρι που, ααααχ, αχ, αχ, ααααχ, μου κόβετε η ανάσα».
— «Χαλαρώνω το σφίξιμο για να μη χύσεις. Σε γαμώ πιο γρήγορα τώρα για να ξαλαφρώσω στον χυσοντενεκέ μου. Αυτό είσαι πουταναριό, ο χυσοντενεκές μου».
— «Αααχ ναι, αχ, αααχ, ναι, ναι, αυτό είμαι. Ναι, αααααχ, ο χυσοντενεκές σου είμαι, η τρύπα σου για τις ξαλάφρες σου, η καριόλα σου για να ξεθυμαίνεις, η πουτάνα σου, το τσουλί σου. Αυτό είμαι παλιοπούστη. Έλα, βρίσε με, βρίσε με κι άλλο καριόλη, φτάνω».
— «Έτσι μωρή πουτάνα, παρακάλα με. Έτσι ξεφτιλισμένη μαμάκα, παρακάλα, παρακάλα για πούτσο και ξύλο, ψωλαρπάχτρα. Χύσε ξεκωλιασμένη πουτάνα, τσουλάρα, χύσε ξεφτιλισμένο μουνί, άδειασε ψώλα, χύσε για να πας να μαζέψεις την κορούλα τού κερατά τού άντρα σου. Δεν κρατιέμαι άλλο, θα σου τινάξω τα χύσια ξέκωλο, θα αδειάσω τα αρχίδια μου στο λαρύγγι σου σκρόφα. Θα σε πνίξω με μπόλικο παχύ αλμυρό σπέρμα. Αυτό δεν θέλεις; Χύσια και ψωλές. Ψωλάρες να γεμίζουν κάθε σου τρύπα, πηδιόλα».
— «Ααααααχ, Γιώργο, αααχ, δεν, αχ, δεν μπορώ, δεν μπορώ, φτάνω, αααχ, ααα, αα, αααχ, αχ, ααααα χύνω, αχ χύνω, χύνω η καριόλα, χύνωωωω».
Εκείνη τη στιγμή, άρχισαν να εκτοξεύονται ρουκέτες τα χύσια μου από το σκληρό πούτσο μου που πονούσε απ’ την καύλα. Στα χαρτομάντιλα πρόλαβα να ρίξω μόνο την τρίτη και την τέταρτη χύσια. Η πρώτη βρήκε το καντράν του αυτοκινήτου και η δεύτερη πασάλειψε το τιμόνι.
Την άκουγα που βαριανάσαινε. Πήραμε μια ανάσα.
Είπαμε δυο κουβέντες, και αμέσως μετά είπε: «Πω πω, κάηκα, πέρασε η ώρα. Το παιδί! Πρέπει να φύγω».
Κλείσαμε το τηλέφωνο δίνοντας ραντεβού για το πρωί της επόμενης μέρας. Θα βρισκόμασταν 11 με 1:00 στο μπουρδελοξενοδοχείο, όταν ο άντρας της και η γυναίκα μου θα βρίσκονταν στις δουλειές τους.
4 年 前